σάβυττος

σάβυττος
και σαβύττης, ὁ, Ν
(κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης»
β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο», παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σάβυττος — a fashion of cutting hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβύττους — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάβυττον — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάβυττα — ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάβυττος κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”